- εντομοκτόνο
- insecticide
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εντομοκτόνο — το (ενν. φάρμακο), προϊόν με μορφή αερίου, υγρού ή σκόνης, κατάλληλο για την εξόντωση των βλαβερών ή ενοχλητικών εντόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντι-ντι-τι — (DDT). Διχλωρο διφαινυλ τριχλωροαιθάνιο, χημική ένωση που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Το παρασκεύασε πρώτη φορά το 1874 ο Ελβετός χημικός Τσίγκλερ με συμπύκνωση του χλωροβενζολίου με τη χλωράλη, αλλά μόνο το 1942 δόθηκε στο εμπόριο από την… … Dictionary of Greek
μαλαθείο — Οργανοφωσφορική ένωση του τύπου C10H19O6PS2· είναι επίσης γνωστή με διάφορες εμπορικές ονομασίες, όπως μερκαπτοθείο, μάλντισον κ.ά. Είναι κίτρινο υγρό, με υψηλό σημείο βρασμού και διαλύεται στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, αλλά είναι… … Dictionary of Greek
παραθείο — Δραστικό εντομοκτόνο που περιέχει την οργανική ένωση π νιτροφαινυλοθειο φωσφορικό διαιθύλιο. Πρόκειται για ένα υποκίτρινο υγρό, ελάχιστα διαλυτό στο νερό, το οποίο όμως διαλύεται στην αλκοόλη. Εξαιτίας της μεγάλης τοξικότητάς του, η χρησιμοποίησή … Dictionary of Greek
ενδρίνη — η συνθετικό εντομοκτόνο … Dictionary of Greek
εντομοκτόνος — ο 1. αυτός που εξολοθρεύει τα έντομα 2. το ουδ. ως ουσ. το εντομοκτόνο ουσία που καταστρέφει τα έντομα … Dictionary of Greek
μεθοξυχλώριο — το εμπορική ονομασία οργανικής χημικής ένωσης που χρησιμοποιείται ως γεωργικό εντομοκτόνο αντί τού DDT … Dictionary of Greek
πενταχλωροφαινόλη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση, παράγωγο τής φαινόλης, που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο, ζιζανιοκτόνο, μυκητοκτόνο, βακτηριοκτόνο και ως συντηρητικό τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentachlorophenol < πεντα * + χλώριον + φαίνω… … Dictionary of Greek
πετρελαιοσάπων — ο, Ν διάλυμα σαπουνιού σε ακάθαρτο πετρέλαιο που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο … Dictionary of Greek
πυρεθρίνη — η, Ν (φαρμ.) ελμινθοκτόνο και εντομοκτόνο συστατικό τής σκόνης που παράγεται από τα άνθη τού χρυσανθέμου και χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική καθώς και στην παρασκευή φυτοφαρμάκων και αντιπαρασιτικών σαμπουάν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ροτενόνη — η, Ν χημ. οργανική τοξική ένωση που βρίσκεται στις ρίζες διαφόρων φυτών και χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rotenone < ιαπ. roten «δέρρις, φυτό τών τροπικών χωρών» + one] … Dictionary of Greek